συνηγμένος

συνηγμένος
συνάγω
bring together
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • συνηγμένως — ΜA επίρρ. περιληπτικώς, με λίγα λόγια («οὐ συνηγμένως αὐτὰ εἰπών», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνηγμένος, μτχ. παρακμ. του συνάγω «περισυλλέγω, μαζεύω» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — συνήγαγα, συνηγμένος 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω: Συνάγει τα πλήθη. 2. συμπεραίνω: Από πού συνάγεις αυτό το συμπέρασμα; – Από τα παραπάνω συνάγεται ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”